διαστολέα

διαστολέα
διαστολέᾱ , διαστολεύς
instrument for examining cavities
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • μυδρίαση — η (Α μυδρίασις και ιων. τ. μυδρίησις) η διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού, που προκαλείται είτε από παράλυση τού οφθαλμικού παρασυμπαθητικού νεύρου τού σφιγκτήρα τής ίριδας είτε από διέγερση τού συμπαθητικού νεύρου που δρα στον διαστολέα τής ίριδας …   Dictionary of Greek

  • Ταρνιέ, Στεπάν — (Tarnier, 1828 – 1897). Διάσημος Γάλλος μαιευτήρας και καθηγητής της μαιευτικής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γιατρούς του 18ου αι. και διακρίθηκε για τους μακρόχρονους αγώνες του για την καταπολέμηση της επιλόχειας λοίμωξης, γεγονός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”